- υπόχαυνος
- -ον, Α1. λίγο χαλαρός2. λίγο πορώδης, λίγο σαθρός («τόπος τὰ μὲν ἄνω ἰσχυρὰ ἔχων, τὰ δὲ κάτω ὑπόχαυνα», Μέγα Ετυμολογικόν)3. μτφ. λίγο φαντασμένος, λίγο ξυπασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + χαῦνος «πορώδης, χαλαρός»].
Dictionary of Greek. 2013.